ΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

 

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Η Γεωλογία της Κύπρου

Η Κύπρος, με έκταση 9200 τετραγωνικά χιλιόμετρα, χωρίζεται σε τρεις γεωτεκτονικές ζώνες: την οροσειρά του Τροόδους με την προέκταση της κάτω από την πεδιάδα της Μεσαορίας, την οροσειρά της Κερύνειας στο βόρειο μέρος, η οποία αποτελείται από αλλόχθονα ασβεστολιθικά κυρίως πετρώματα, και την Ζώνη των Μαμωνιών στα νοτιοδυτικό μέρος, η οποία αποτελείται από μια σειρά από αλλόχθονα ηφαιστειακά, ιζηματογενή και σε μικρότερη αναλογία μεταμορφωμένα πετρώματα.  Από τις τρεις αυτές γεωτεκτονικές ζώνες, η οροσειρά του Τροόδους είναι η σημαντικότερη από πλευράς ορυκτού πλούτου.

Η οροσειρά του Τροόδους αποτελείται από το ομώνυμο οφιολιθικό σύμπλεγμα, το οποίο δημιουργήθηκε πριν από 92 εκατομμύρια χρόνια σε βάθος 8000 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.  Η στρωματογραφική ακολουθία του οφιολίθου, ακολουθώντας τη σειρά από τα κατώτερα προς τα ανώτερα μέλη, αποτελείται από την σειρά των υπερβασικών πετρωμάτων ή ακολουθία του ανώτερου μανδύα (χαρτζβουργίτης, σερπεντινίτης), τα πλουτώνια πετρώματα (δουνίτης, βερλίτης, πυροξενίτης, γάββρος, πλαγιογρανίτης), τα φλεβικά πετρώματα (διαβάσης), και τέλος τα ηφαιστειακά πετρώματα (ορίζοντας βάσης, κατώτερος και ανώτερος ορίζοντας προσκεφαλοειδών λαβών).

 Στις στρωματογραφικές αυτές ενότητες του οφιολίθου σχηματίστηκαν διάφορα κοιτάσματα.  Στα πετρώματα της ακολουθίας του ανώτερου μανδύα υπάρχουν κοιτάσματα χρυσοτιλικού αμιάντου, τα οποία έτυχαν εκμετάλλευσης σε μεγάλη κλίμακα από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οπότε τόσο η ζήτηση όσο και η τιμή του αμιάντου, σε συνδυασμό με τα περιβαλλοντικά προβλήματα που προέκυψαν, ωδήγησαν στο κλείσιμο του μεταλλείου.  Στα αμέσως υπερκείμενα πλουτώνια πετρώματα υπάρχουν κοιτάσματα χρωμίτη, η εκμετάλλευση των οποίων άρχισε από την δεκαετία του 1920 και κράτησε μέχρι το 1984.  Τα φλεβικά πετρώματα δεν παρουσίασαν οποιοδήποτε οικονομικό ενδιαφέρον, εκτός από την εκμετάλλευση τους τοπικά για την παραγωγή αδρανών δομικών υλικών.  Τέλος, η στρωματογραφικά ανώτερη σειρά των ηφαιστειακών πετρωμάτων παρουσιάζει το σημαντικότερο ενδιαφέρον από πλευράς κοιτασματολογίας, καθ’ ότι εντοπίστηκαν σε αυτά από την αρχαιότητα κοιτάσματα θειούχων μεταλλευμάτων (χαλκούχων) καθώς και συγκεντρώσεις χρυσού.

Εκτός από τα μεταλλικά ορυκτά, η Κύπρος διαθέτει επίσης κοιτάσματα αμετάλλων ορυκτών τα οποία συνδέονται με τα αυτόχθονα ιζηματογενή πετρώματα τα οποία υπέρκεινται του Τροόδους.  Ως τέτοια αναφέρονται τα κοιτάσματα γύψου, αργίλων, μπεντονίτη, πρώτων υλών για την παραγωγή τσιμέντου (ασβεστόλιθοι, μάργες), δομικών λίθων (βιοκλαστικοί ασβεστόλιθοι), και φαιοχωμάτων (ούμπρες).

Γένεση των Χαλκούχων Κοιτασμάτων

Τα χαλκούχα κοιτάσματα της Κύπρου είναι συνδεδεμένα με τα ηφαιστειακά πετρώματα της οφιολιθικής ακολουθίας του Τροόδους και εκμετάλλευση τους μέχρι στιγμής έχει γίνει σε έξι μεταλλευτικές περιοχές: Σκουριώτισσα-Μαυροβούνι-Απλίκι, Ταμασός-Μιτσερό, Καλαβασός, Λίμνη, Καμπιά-Καπέδες και Σιά-Μαθιάτης.  Το μέγεθος των γνωστών κοιτασμάτων ποικίλει από 50 χιλιάδες τόννους μέχρι 17 εκατομμύρια τόννους, ενώ η περιεκτικότητα σε χαλκό κυμαίνεται από 0.3% μέχρι 4.5%.

Τα κοιτάσματα χαλκού της Κύπρου σχηματίστηκαν κατά μήκος των αξόνων διεύρυνσης του ωκεάνιου πυθμένα στα όρια αποκλινόντων λιθοσφαιρικών πλακών του φλοιού της γης.  Σε τέτοια περιβάλλοντα, παρατηρείται έκχυση λαβών και δημιουργία νέου φλοιού κατά μήκος των ορίων απομάκρυνσης των λιθοσφαιρικών πλακών.  Ο σχηματισμός των κοιτασμάτων αυτών οφείλεται στη κυκλοφορία θερμών μεταλλοφόρων διαλυμάτων, τα οποία προέρχονται από τη διείσδυση θαλάσσιου νερού μέσα στα πετρώματα του ωκεάνιου φλοιού.  Τα μέταλλα που περιέχονται στα θερμά διαλύματα προέρχονται από την απόπλυση των πετρωμάτων του ωκεάνιου φλοιού.  Τα θερμά μεταλλοφόρα διαλύματα εκβάλλονται στον θαλάσσιο πυθμένα υπό μορφή θερμών πιδάκων, όπου γίνεται η καθίζηση των μετάλλων υπό μορφή θειούχων ενώσεων ως αποτέλεσμα των φυσικοχημικών συνθηκών που επικρατούν στον θαλάσσιο πυθμένα.

Η Γεωλογία και τα Κοιτάσματα της Περιοχής Σκουριώτισσας

Η περιοχή της Σκουριώτισσας βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές της οροσειράς του Τροόδους, και κυριαρχείται τοπογραφικά από την κοιλάδα του ποταμού Καριώτη, γνωστή ως κοιλάδα της Σολέας, η οποία έχει κατεύθυνση από βορρά προς νότο.  Το υψηλότερο σημείο είναι ο λόφος του Προφήτη Ηλία με υψόμετρο 378 μέτρα.  Η γεωλογία της περιοχής χαρακτηρίζεται κυρίως από ηφαιστειακά πετρώματα (κατώτερος και ανώτερος ορίζοντας των προσκεφαλοειδών λαβών) και από μικρές εμφανίσεις φαιοχωμάτων, μπεντονιτών, μαργών και ασβεστολίθων οι οποίες αντιπροσωπεύουν ένα κάλυμμα των μεταλλοφόρων ηφαιστειακών πετρωμάτων.  Το κάλυμμα αυτό έχει κατά το μεγαλύτερο του μέρος αφαιρεθεί κατά την διάρκεια της εκμετάλλευσης του μεταλλείου Φουκάσα (ή Σκουριώτισσα) την δεκαετία του 1960 και πρόσφατα του μεταλλείου Φοίνιξ.

Στην περιοχή της Σκουριώτισσας υπάρχουν τρία χαλκούχα κοιτάσματα: το κοίτασμα Φουκάσα ή Σκουριώτισσα, το κοίτασμα Φοίνιξ, και το κοίτασμα Τρία Βουνάρια.

Στο κοίτασμα Φουκάσας έχει γίνει εντατική εξόρυξη από την εταιρεία Cyprus Mines Corporation κατά την διάρκεια δύο περιόδων εκμετάλλευσης.  Η πρώτη εκμετάλλευση έγινε υπόγεια μεταξύ του 1921 και του 1940, όπου εξορύχθηκαν σχεδόν 3 εκατομμύρια τόννοι μεταλλεύματος.  Η δεύτερη εκμετάλλευση έγινε επιφανειακά μεταξύ των ετών 1962 και 1973, όπου εξορύχθηκαν περίπου 4 εκατομμύρια τόννοι μεταλλεύματος.  Συνολικά μέχρι σήμερα έχουν εξορυχθεί σχεδόν 7 εκατομμύρια τόννοι χαλκούχου μεταλλεύματος με μέση περιεκτικότητα χαλκού 2.25%.  Υπολείπεται ακόμη προς εξόρυξη πρόσθετη συγκέντρωση μεταλλεύματος, η ποιότητα και ποσότητα της οποίας βρίσκονται υπό διερεύνηση, παρ’ όλο ότι υπάρχουν στα χέρια της εταιρείας σημαντικές πληροφορίες που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της.

Το κοίτασμα Φοίνιξ, το οποίο βρίσκεται 200 μέτρα δυτικά του κοιτάσματος Φουκάσα, ανακαλύφθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από την Αμερικάνικη εταιρεία Cyprus Mines Corporation, η οποία άρχισε την εκμετάλλευση του το 1972 και σταμάτησε πρόωρα το 1974 λόγω της Τουρκικής εισβολής στο νησί.  Επανεκμετάλλευση του κοιτάσματος άρχισε το 1996 από την Hellenic Copper Mines Limited με τη δημιουργία υδρομεταλλουργικής μονάδας.

Το κοίτασμα Τρία Βουνάρια βρίσκεται σε απόσταση 500 μέτρων νοτιανατολικά της Φουκάσας και αποτελείται από διάσπαρτη μεταλλοφορία σε αλλοιωμένες προσκεφαλοειδείς λάβες.  Εκμετάλλευση του κοιτάσματος αυτού δεν έχει αρχίσει.

Εκτός από τα προαναφερθέντα κοιτάσματα, στην περιοχή Σκουριώτισσας υπάρχουν δύο ακόμη συγκεντρώσεις μεταλλεύματος, γνωστές με τα ονόματα South Skouriotissa Dumps (SSD) και North Skouriotissa Dumps (NSD).  Αυτές οι συγκεντρώσεις αποτελούνται κυρίως από επιφανειακό οξειδωμένο μετάλλευμα από το μεταλλείο Φουκάσας το οποίο η Cyprus Mines Corporation ξεχώρισε κατά την διάρκεια εκμετάλλευσης του κοιτάσματος λόγω της μη καταλληλότητας του για επεξεργασία με την τότε χρησιμοποιούμενη μέθοδο.  Το υλικό αυτό είναι κατάλληλο για υδρομεταλλουργική επεξεργασία στο εργοστάσιο της εταιρείας. 

Τα Κοιτάσματα της Περιοχής Απλικιού

Η περιοχή Απλίκι βρίσκεται σε απόσταση 5 περίπου χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Σκουριώτισσας και γεωλογικά χαρακτηρίζεται από τα ηφαιστειακά πετρώματα του Τροόδους.  Στο Απλίκι υπάρχουν δύο γνωστά χαλκούχα κοιτάσματα: το Απλίκι (ή μεταλλείο Απλικιού) και το Δυτικό Απλίκι.  Η εκμετάλλευση του κοιτάσματος Απλίκι άρχισε την δεκαετία του 1960 από την Cyprus Mines Corporation και τερματίστηκε πρόωρα το 1974 λόγω της Τουρκικής εισβολής.  Το κοίτασμα Δυτικό Απλίκι, το οποίο βρίσκεται 500 μέτρα δυτικά του μεταλλείου του Απλικιού, χαρακτηρίζεται από έντονες πολύχρωμες επιφανειακές οξειδώσεις και έχει παρόμοια γεωλογικά χαρακτηριστικά με το κοίτασμα Φοίνιξ.  Εκμετάλλευση του κοιτάσματος αυτού δεν έχει αρχίσει ακόμη.

Αποθέματα Χαλκούχων Μεταλλευμάτων 

Ένα ‘Γεωλογικό Απόθεμα’ (Mineral Resource) είναι μια συγκέντρωση μεταλλεύματος ουσιαστικού οικονομικού ενδιαφέροντος μέσα ή πάνω στον φλοιό της γης σε τέτοια μορφή και ποσότητα έτσι ώστε να υπάρχουν λογικές πιθανότητες για τελική οικονομική εξόρυξη του.  Η τοποθεσία, η ποσότητα, η ποιότητα, τα γεωλογικά χαρακτηριστικά και η συνέχεια ενός Γεωλογικού Αποθέματος είναι γνωστά, εκτιμημένα ή ερμηνευμένα από συγκεκριμένες γεωλογικές ενδείξεις και γνώσεις.  Τα Γεωλογικά Αποθέματα χωρίζονται, μειωμένου του βαθμού γεωλογικής εμπιστοσύνης, σε Υπολογισμένα (Measured), Ενδεικτικά (Indicated) και Συνεπαγόμενα (Inferred).

Ένα ‘Μεταλλευτικό Απόθεμα’ (Ore Reserve) είναι το οικονομικά απολήψιμο μέρος ενός Υπολογισμένου ή Ενδεικτικού Γεωλογικού Αποθέματος.  Κατάλληλες εκτιμήσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν μελέτες βιωσιμότητας, έχουν γίνει, και μεταλλευτικοί, μεταλλουργικοί, οικονομικοί, νομικοί, περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και κυβερνητικοί (κρατικοί) παράγοντες έχουν ληφθεί υπ’ όψη.  Αυτές οι εκτιμήσεις δεικνύουν ότι η εξόρυξη μπορεί να δικαιολογηθεί.  Τα Μεταλλευτικά Αποθέματα χωρίζονται, μειωμένου του βαθμού γεωλογικής εμπιστοσύνης, σε Επιβεβαιωμένα (Proved), που είναι το οικονομικά απολήψιμο μέρος ενός Υπολογισμένου Γεωλογικού Αποθέματος, και σε Πιθανά (Probable), που είναι το οικονομικά απολήψιμο μέρος ενός Ενδεικτικού Γεωλογικού Αποθέματος.